- πετρογαλή
- Μαρσιποφόρο θηλαστικό. Bλ. λ. καγκουρώ.
* * *η, Νμικρόσωμο καγκουρώ που ζει στις βραχώδεις περιοχές τής Αυστραλίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petrogale < πέτρα + γαλή. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.